αμνησίκακος

αμνησίκακος
ος , ον незлопамятный; незлобивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμνησίκακος" в других словарях:

  • ἀμνησίκακος — forgiving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμνησίκακος — η, ο (Α ἀμνησίκακος, ον) αυτός που δεν μνησικακεί, που δεν διατηρεί στη μνήμη του το κακό, που δεν μισεί εκείνους που τόν έβλαψαν, ο μη εκδικητικός, ανεξίκακος, αγαθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνησίκακος. ΠΑΡ. ἀμνησικακία αρχ. ἀμνησικακῶ] …   Dictionary of Greek

  • αμνησίκακος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε θυμάται το κακό που του έκαναν, ο μη εκδικητικός: Όλοι τον αγαπούσαν, γιατί ήταν άνθρωπος αγαθός, αμνησίκακος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμνησικάκως — ἀμνησίκακος forgiving adverbial ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησίκακον — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc sg ἀμνησίκακος forgiving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκοις — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκου — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκους — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκων — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησικάκῳ — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμνησίκακε — ἀμνησίκακος forgiving masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»